πῶρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πῶρος | οἱ | πῶροι |
γενική | τοῦ | πώρου | τῶν | πώρων |
δοτική | τῷ | πώρῳ | τοῖς | πώροις |
αιτιατική | τὸν | πῶρον | τοὺς | πώρους |
κλητική ὦ! | πῶρε | πῶροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πώρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πώροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πῶρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπῶρος, -ου αρσενικό
- πέτρα που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο
- πωρόλιθος
- σταλακτίτης
- πέτρα στην ουροδόχο κύστη
- οστεοαρθρίτιδα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πῶρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πῶρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- πῶρος σελ. 1267 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.