Δείτε επίσης: πωρός, πώρος, Πῶρος, Πώρος, πόρος, Πόρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πῶρος οἱ πῶροι
      γενική τοῦ πώρου τῶν πώρων
      δοτική τῷ πώρ τοῖς πώροις
    αιτιατική τὸν πῶρον τοὺς πώρους
     κλητική ! πῶρε πῶροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πώρω
γεν-δοτ τοῖν  πώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πῶρος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πῶρος, -ου αρσενικό

  1. πέτρα που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο
  2. πωρόλιθος
  3. σταλακτίτης
  4. πέτρα στην ουροδόχο κύστη
  5. οστεοαρθρίτιδα

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία