↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πώρωσῐς αἱ πωρώσεις
      γενική τῆς πωρώσεως τῶν πωρώσεων
      δοτική τῇ πωρώσει ταῖς πωρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πώρωσῐν τὰς πωρώσεις
     κλητική ! πώρωσῐ πωρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πωρώσει
γεν-δοτ τοῖν  πωρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πώρωσις < πωρόω / πωρῶ + -σις (-ωσις)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πώρωσις, -εως θηλυκό

  1. πώρωση, απολίθωση, σκληρότητα
  2. (και μεταφορικά)

Συγγενικά

επεξεργασία