tracta
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαtracta (la)
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του tractus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (tractum) του tractus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtracta (la) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tracta | tractae |
γενική | tractae | tractārum |
δοτική | tractae | tractīs |
αιτιατική | tractam | tractās |
κλητική | tracta | tractae |
αφαιρετική | tractā | tractīs |