Δείτε επίσης: πιπέρι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέπερι < αρχαία ελληνική πέπερι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέπερι ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ετερόκλιτο ελλειπτικό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πέπερῐ τὰ πεπέρια
      γενική τοῦ πεπέρεως
πεπέριος
& πεπέριδος
      δοτική τῷ πεπέρει
    αιτιατική τὸ πέπερῐ τὰ πεπέρια
     κλητική ! πέπερῐ πεπέρια
Δείτε και ὁ πέπερις, τοῦ πεπέριδος
3η κλίση, Κατηγορία 'σίναπι' όπως «σίναπι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πέπερι < προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας όπως και η συγγενική λατινική piper απ' όπου η λέξη σε πολλές άλλες γλώσσες. Κατά μία άποψη, προέρχεται από τη σανσκριτική पिप्पलि (pippali) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πέπερι ουδέτερο (πέπερῐ)

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πιπέρι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.