Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιπεριά οι πιπεριές
      γενική της πιπεριάς των πιπεριών
    αιτιατική την πιπεριά τις πιπεριές
     κλητική πιπεριά πιπεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πιπεριές διαφόρων ειδών.

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πιπεριά < πιπέρ(ι) + -ιά

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.peɾˈʝa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐πε‐ριά

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

πιπεριά θηλυκό

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πιπέρι

  Μεταφράσεις Επεξεργασία