Δείτε επίσης: πίπερι, πέπερι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πιπέρι τα πιπέρια
      γενική του πιπεριού των πιπεριών
    αιτιατική το πιπέρι τα πιπέρια
     κλητική πιπέρι πιπέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιπέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιπέρι(ον), υποκοριστικό του πίπερι (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πέπερι < δάνειο αγνώστου ετύμου (Δείτε και σανσκριτικά पिप्पलि (sa) (pippali))
 
Πιπέρια διαφόρων χρωμάτων.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈpe.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πι‐πέ‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιπέρι ουδέτερο

  1. καρπός φυτού της οικογένειας Piperaceae
  2. μπαχαρικό που παράγεται από τους καρπούς των φυτών της οικογένειας Piperaceae

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία