πιπερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπιπερώνω
- προσθέτω πιπέρι σε φαγητό
Σύνθετα
επεξεργασία
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιπερώνω | πιπέρωνα | θα πιπερώνω | να πιπερώνω | πιπερώνοντας | |
β' ενικ. | πιπερώνεις | πιπέρωνες | θα πιπερώνεις | να πιπερώνεις | πιπέρωνε | |
γ' ενικ. | πιπερώνει | πιπέρωνε | θα πιπερώνει | να πιπερώνει | ||
α' πληθ. | πιπερώνουμε | πιπερώναμε | θα πιπερώνουμε | να πιπερώνουμε | ||
β' πληθ. | πιπερώνετε | πιπερώνατε | θα πιπερώνετε | να πιπερώνετε | πιπερώνετε | |
γ' πληθ. | πιπερώνουν(ε) | πιπέρωναν πιπερώναν(ε) |
θα πιπερώνουν(ε) | να πιπερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιπέρωσα | θα πιπερώσω | να πιπερώσω | πιπερώσει | ||
β' ενικ. | πιπέρωσες | θα πιπερώσεις | να πιπερώσεις | πιπέρωσε | ||
γ' ενικ. | πιπέρωσε | θα πιπερώσει | να πιπερώσει | |||
α' πληθ. | πιπερώσαμε | θα πιπερώσουμε | να πιπερώσουμε | |||
β' πληθ. | πιπερώσατε | θα πιπερώσετε | να πιπερώσετε | πιπερώστε | ||
γ' πληθ. | πιπέρωσαν πιπερώσαν(ε) |
θα πιπερώσουν(ε) | να πιπερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιπερώσει | είχα πιπερώσει | θα έχω πιπερώσει | να έχω πιπερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιπερώσει | είχες πιπερώσει | θα έχεις πιπερώσει | να έχεις πιπερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιπερώσει | είχε πιπερώσει | θα έχει πιπερώσει | να έχει πιπερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιπερώσει | είχαμε πιπερώσει | θα έχουμε πιπερώσει | να έχουμε πιπερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιπερώσει | είχατε πιπερώσει | θα έχετε πιπερώσει | να έχετε πιπερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιπερώσει | είχαν πιπερώσει | θα έχουν πιπερώσει | να έχουν πιπερώσει |
|