Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλατοπίπερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλατοπίπερ
ο
τα
αλατοπίπερ
α
γενική
του
αλατοπίπερ
ου
των
αλατοπίπερ
ων
αιτιατική
το
αλατοπίπερ
ο
τα
αλατοπίπερ
α
κλητική
αλατοπίπερ
ο
αλατοπίπερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλατοπίπερο
<
αλάτ(ι)
+
-ο-
+
πιπέρ(ι)
+
-ο
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.la.toˈpi.pe.ɾo
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐λα‐το‐πί‐πε‐ρο
σκεύη για
αλατοπίπερο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλατοπίπερο
ουδέτερο
αλάτι
και
πιπέρι
,
ανάμικτα
ή
ξεχωριστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλατοπίπερο
γερμανικά
:
Salz
(de)