Salz
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Salz | die | Salze |
γενική | des | Salzes | der | Salze |
δοτική | dem | Salz Salze |
den | Salzen |
αιτιατική | das | Salz | die | Salze |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zalt͡s/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Salz
Ουσιαστικό
επεξεργασίαSalz (de) ουδέτερο
Εκφράσεις
επεξεργασία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαSalz αρσενικό ή θηλυκό