Γερμανικά (de) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Salz die Salze
γενική des Salzes der Salze
δοτική dem Salz
Salze
den Salzen
αιτιατική das Salz die Salze

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zalt͡s/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Salz

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Salz (de) ουδέτερο

  1. (χωρίς πληθυντικό) αλάτι, μαγειρικό άλας
  2. άλας (η χημική ένωση)

Εκφράσεις επεξεργασία


  Κύριο όνομα επεξεργασία

Salz αρσενικό ή θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]