Ετυμολογία

επεξεργασία
πιπερίζω < ελληνιστική κοινή πεπερίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πέπερι

πιπερίζω

  1. (μεταβατικό) βάζω πιπέρι (σε φαγητό κ.λπ.)
  2. (αμετάβατο) έχω γεύση πιπεριού, καυστική κι έντονη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πιπερίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πεπερίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.