Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοκκινοπίπερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
κοκκινοπίπερ
ο
τα
κοκκινοπίπερ
α
γενική
του
κοκκινοπίπερ
ου
των
κοκκινοπίπερ
ων
αιτιατική
το
κοκκινοπίπερ
ο
τα
κοκκινοπίπερ
α
κλητική
κοκκινοπίπερ
ο
κοκκινοπίπερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοκκινοπίπερο
<
κόκκινος
+
-ο-
+
πιπέρι
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοκκινοπίπερο
ουδέτερο
(
μπαχαρικό
) το
κόκκινο
πιπέρι
Συνώνυμα
επεξεργασία
πάπρικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοκκινοπίπερο