πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πάπρικα οι πάπρικες
      γενική της πάπρικας
    αιτιατική την πάπρικα τις πάπρικες
     κλητική πάπρικα πάπρικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πάπρικα.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πάπρικα θηλυκό

  1. (φυτό) είδος κόκκινης πιπεριάς (Καψικόν το ετήσιον, Capsicum annuum)
  2. (μπαχαρικό) κόκκινο πιπέρι, κόκκινη σκόνη που παρασκευάζεται από τους καρπούς κόκκινων πιπεριών
     συνώνυμα: κοκκινοπίπερο
  3. (γαστρονομία) σάλτσα με βασικό υλικό την κόκκινη πιπεριά

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πάπρικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.