Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piper (en)

  1. o μουσικός που παίζει φλογέρα
  2. o μουσικός που παίζει γκάιντα
     συνώνυμα: bagpiper
  3. μικρό περιστέρι



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piper (la) ουδέτερο, γεν.: piperis


Ρουμανικά (ro) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

piper (ro) αρσενικό