piper
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
piper (en)
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
piper (la) ουδέτερο, γεν.: piperis
- το πιπέρι
Ρουμανικά (ro) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
piper (ro) αρσενικό
- το πιπέρι
piper (en)
piper (la) ουδέτερο, γεν.: piperis
piper (ro) αρσενικό