φλογέρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φλογέρα | οι | φλογέρες |
γενική | της | φλογέρας | — | |
αιτιατική | τη | φλογέρα | τις | φλογέρες |
κλητική | φλογέρα | φλογέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φλογέρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική flojere[1] / flojerë [2][3] που συνδέεται με τη ρουμανική fluier (είδος πνευστού),[4] την αρωμουνική fluiarã / fluearã[5] < λατινική flaturalis < flatura, θηλυκό του flaturus, μετοχή ενεργητικού μέλλοντα του ρήματος flo < πρωτοϊταλική *flaō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰleh₁- (φυσώ)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /floˈʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλο‐γέ‐ρα
- τονικό παρώνυμο: φλογερά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφλογέρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο, κυλινδρικό, με ανοιχτά τα δύο άκρα του, και τρύπες. Κατασκευασμένο από καλάμι, κόκαλο
- (γαστρονομία) είδος γλυκού ή φαγητού σε σχήμα κυλίνδρου, παρόμοιου με το μουσικό όργανο, γεμισμένου με υλικά επιλογής
Δείτε επίσης
επεξεργασία- φλογέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ flojere σελ.100 - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill. (συντομογραφίες)
- ↑ φλογέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ φλογέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ φλογέρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ flojere στο αγγλικό Βικιλεξικό