Δείτε επίσης: φλογερά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλογέρα οι φλογέρες
      γενική της φλογέρας
    αιτιατική τη φλογέρα τις φλογέρες
     κλητική φλογέρα φλογέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο φλογέρες

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φλογέρα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό μουσικό όργανο, κυλινδρικό, με ανοιχτά τα δύο άκρα του, και τρύπες. Κατασκευασμένο από καλάμι, κόκαλο
  2. (γαστρονομία) είδος γλυκού ή φαγητού σε σχήμα κυλίνδρου, παρόμοιου με το μουσικό όργανο, γεμισμένου με υλικά επιλογής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. flojere σελ.100 - Orel, Vladimir E. (1998). Albanian Etymological Dictionary [Αλβανικό Ετυμολογικό Λεξικό] (στα αγγλικά). Λέιντεν – Βοστώνη: Brill. (συντομογραφίες)
  2. φλογέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. φλογέρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. φλογέρα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  5. flojere στο αγγλικό Βικιλεξικό