φλάουτο με ράμφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φλάουτο με ράμφος | τα | φλάουτα με ράμφος |
γενική | του | φλάουτου με ράμφος | των | φλάουτων με ράμφος |
αιτιατική | το | φλάουτο με ράμφος | τα | φλάουτα με ράμφος |
κλητική | φλάουτο με ράμφος | φλάουτα με ράμφος | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φλάουτο με ράμφος < → δείτε τις λέξεις φλάουτο, με και ράμφος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική flûte à bec
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
φλάουτο με ράμφος ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) ξύλινο (ή πλαστικό) πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείται από ένα σωλήνα με τρύπες και επιστόμιο. Ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών της εποχής του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης.
Συνώνυμα επεξεργασία
- φλογέρα (προφορικό, καταχρηστικά)
Συγγενικά επεξεργασία
- φλαουτίστας (αρσενικό)
- φλαουτίστα (θηλυκό)
- φλάουτο
Υπώνυμα επεξεργασία
βασικά είδη φλάουτου με ράμφος:
- σοπρανίνο (sopranino)
- το πιο συνηθισμένο σοπράνο (soprano)
- άλτο (alto)
- τενόρο (tenoro)
- και μπάσσο (basso)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- recorder (φλάουτο με ράμφος) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
φλάουτο με ράμφος