πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουραύλι τα σουραύλια
      γενική του σουραυλιού των σουραυλιών
    αιτιατική το σουραύλι τα σουραύλια
     κλητική σουραύλι σουραύλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σουραύλι ουδέτερο

  1. (μουσικό όργανο) παραδοσιακό πνευστό όργανο, είδος λεπτής φλογέρας, αλλά με κομμένο στόμιο, μικρός ποιμενικός αυλός
  2. (μεταφορικά) (σε διαλέκτους) κυλινδρικό και μακρόστενο αντικείμενο

Μεταφράσεις

επεξεργασία