Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκάιντα οι γκάιντες
      γενική της γκάιντας
    αιτιατική την γκάιντα τις γκάιντες
     κλητική γκάιντα γκάιντες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκάιντα < (άμεσο δάνειο) τουρκική gayda < ισπανική gaita < πιθανή καταγωγή από γοτθική 𐌲𐌰𐌹𐍄𐍃 (gaits, κατσίκα) από το δέρμα του ζώου για τον ασκό του οργάνου[1]
ή από την βουλγαρική гайда (gájda) απ' όπου η οθωμανική τουρκική غایده (gâyda), η τουρκική και πολλά συγγενή σε γλώσσες της Βαλκανικής. (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɡai̯.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκάι‐ντα
 
Ένας Κροάτης με γκάιντα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκάιντα θηλυκό ή γκάιδα, γάιδα, κάιντα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.