↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιπερίνη οι πιπερίνες
      γενική της πιπερίνης των πιπερινών
    αιτιατική την πιπερίνη τις πιπερίνες
     κλητική πιπερίνη πιπερίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιπερίνη < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pipérine < λατινική piper

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιπερίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πιπερίνηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.