λιπίδιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λιπίδιο | τα | λιπίδια |
γενική | του | λιπιδίου & λιπίδιου |
των | λιπιδίων & λιπίδιων |
αιτιατική | το | λιπίδιο | τα | λιπίδια |
κλητική | λιπίδιο | λιπίδια | ||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λιπίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο:λιπίδιον < διαγλωσσική ορολογία lipid < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -id < -ίδιον[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λιπίδιο ουδέτερο
- (βιοχημεία) ομάδα οργανικών ενώσεων ζωικών και φυτικών ιστών
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λιπίδιο
Επεξεργασία
- ↑ «λιπίδιο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.