• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

λιπίδιο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις
    • 1.3 Αναφορές

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιπίδιο τα λιπίδια
      γενική του λιπιδίου
& λιπίδιου
των λιπιδίων
& λιπίδιων
    αιτιατική το λιπίδιο τα λιπίδια
     κλητική λιπίδιο λιπίδια
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

λιπίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο:λιπίδιον < διαγλωσσική ορολογία lipid < αρχαία ελληνική λίπ(ος) + -id < -ίδιον[1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

λιπίδιο ουδέτερο

  • (βιοχημεία) ομάδα οργανικών ενώσεων ζωικών και φυτικών ιστών

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    λιπίδιο

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ↑ «λιπίδιο» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=λιπίδιο&oldid=4690673"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Αυγούστου 2020, στις 20:24

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Αυγούστου 2020, στις 20:24.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie