Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλκαλοειδές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αλκαλοειδ
ές
τα
αλκαλοειδ
ή
γενική
του
αλκαλοειδ
ούς
των
αλκαλοειδ
ών
αιτιατική
το
αλκαλοειδ
ές
τα
αλκαλοειδ
ή
κλητική
αλκαλοειδ
ές
αλκαλοειδ
ή
Κατηγορία
όπως «
αιλουροειδές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλκαλοειδές
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλκαλοειδές
ουδέτερο
βασική
οργανική
ουσία
φυτικής
προέλευσης της οποίας το
μόριο
περιέχει τουλάχιστον ένα
άτομο
αζώτου
τα
αλκαλοειδή
έχουν ισχυρή
φυσιολογική
δράση
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αλκαλοειδή
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλκαλοειδές
γαλλικά
:
alcaloïde
(fr)