άζωτο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άζωτο < (η λέξη μαρτυρείται από το 1889) γαλλική azote < α- (στερητικό) + ζωή.
- Το 1775-76 ο Γάλλος χημικός Lavoisier^ ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ότι το αέριο ήταν χημικό στοιχείο και το 1789 του έδωσε το όνομα άζωτο εξαιτίας της ιδιότητάς του να μην συντελεί στη διατήρηση της ζωής
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.zo.to/
- συλλαβισμός : ά‐ζω‐το
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άζωτο | τα | άζωτα |
γενική | του | αζώτου & άζωτου |
των | αζώτων & άζωτων |
αιτιατική | το | άζωτο | τα | άζωτα |
κλητική | άζωτο | άζωτα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άζωτο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) αμέταλλο χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 7 και χημικό σύμβολο το N
- άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο, το μόριο του οποίου αποτελείται από δύο άτομα αζώτου (N2) και αποτελεί το 78% του ατμοσφαιρικού αέρα
- κύκλος αζώτου : οι βιομηχανικές διεργασίες που συντελούν στη διακίνηση του αζώτου μεταξύ ενός οργανισμού και του περιβάλλοντος
- στερέωση του αζώτου : οι βιοχημικές διεργασίες αντίδρασης του αζώτου που καταλήγουν στον σχηματισμό χημικών ενώσεων
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άζωτο