νιτρογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νιτρογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίανιτρογόνο ουδέτερο
- (παρωχημένο, χημεία) άζωτο (N)
Συγγενικά
επεξεργασία- νιτρογλυκερίνη
- νίτρο των Ινδιών (KNO3)
Μεταφράσεις
επεξεργασία νιτρογόνο
|