Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζωτοδέσμευση οι αζωτοδεσμεύσεις
      γενική της αζωτοδέσμευσης* των αζωτοδεσμεύσεων
    αιτιατική την αζωτοδέσμευση τις αζωτοδεσμεύσεις
     κλητική αζωτοδέσμευση αζωτοδεσμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αζωτοδεσμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζωτοδέσμευση < άζωτο + -ο- + δέσμευση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζωτοδέσμευση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία