Stickstoff
Γερμανικά (de)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαStickstoff (de) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: άζωτο
Κάτω σαξονικά (nds)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαStickstoff (nds)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: άζωτο