Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (bg)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (be)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (mn)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (uk)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (ru)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (sr) (λατινική γραφή: azot) αρσενικό

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (mk)

  1. (χημεία) το άζωτο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

азот (tg)

  1. (χημεία) το άζωτο