↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θρῐδᾰκῑνα-
ονομαστική θριδακίνη αἱ θριδακῖναι
      γενική τῆς θριδακίνης τῶν θριδακινῶν
      δοτική τῇ θριδακίν ταῖς θριδακίναις
    αιτιατική τὴν θριδακίνην τὰς θριδακίνᾱς
     κλητική ! θριδακίνη θριδακῖναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θριδακίν
γεν-δοτ τοῖν  θριδακίναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θριδακίνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θριδακίνη (θρῐδᾰκῑν-) θηλυκό, αττικός τύπος του θρίδαξ

  1. (λαχανικό) μαρούλι
  2. είδος ζυμαρικού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία