Δείτε επίσης: χηλή, χυλός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χηλός οι χηλοί
      γενική του χηλού των χηλών
    αιτιατική τον χηλό τους χηλούς
     κλητική χηλέ χηλοί
Στα αρχαία ελληνικά, θηλυκό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χηλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χηλός (θηλυκό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çiˈlos/
ομόηχο: χυλός
τονικό παρώνυμο: χείλος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χηλός αρσενικό[1]

  1. (αρχαιοπρεπές)[2] σεντούκι που φυλάγονται διάφορα (ενδύματα)
  2. (αρχαιοπρεπές, στρατιωτικός όρος[3]) το κομοδίνο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Ως αρσενικό αναφέρεται σε λεξικά όπως Μπαμπινώτη, Δημητράκου.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  3. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χηλός αἱ χηλοί
      γενική τῆς χηλοῦ τῶν χηλῶν
      δοτική τῇ χηλ ταῖς χηλοῖς
    αιτιατική τὴν χηλόν τὰς χηλούς
     κλητική ! χηλέ χηλοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χηλώ
γεν-δοτ τοῖν  χηλοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ὁδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

χηλός < άγνωστης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χηλός θηλυκό