χηλή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χηλή | οι | χηλές |
γενική | της | χηλής | των | χηλών |
αιτιατική | τη | χηλή | τις | χηλές |
κλητική | χηλή | χηλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χηλή < αρχαία ελληνική χηλή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χηλή θηλυκό
- (ανατομία): άκρη εξωτερικού οργάνου.
- (ζωολογία): το νύχι μερικών ζώων
- (ζωολογία): η δαγκάνα των καβουριών, αστακών κ.ά.
- η οπλή
- προεξοχή γης που εισχωρεί στη θάλασσα (φυσική ή τεχνητή), προβλήτα, μώλος
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χηλή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
χηλή < χαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χηλή θηλυκό