Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χηλεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
χηλεύω
<
χηλή
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
χηλεύω
θηλυκό
πλέκω
δίχτυ με ειδική βελόνα, τη
σαγίττα
ή σαγίτα ή
σαΐτα