χηλοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | χηλοειδής | η | χηλοειδής | το | χηλοειδές |
γενική | του | χηλοειδούς* | της | χηλοειδούς | του | χηλοειδούς |
αιτιατική | τον | χηλοειδή | τη | χηλοειδή | το | χηλοειδές |
κλητική | χηλοειδή(ς) | χηλοειδής | χηλοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | χηλοειδείς | οι | χηλοειδείς | τα | χηλοειδή |
γενική | των | χηλοειδών | των | χηλοειδών | των | χηλοειδών |
αιτιατική | τους | χηλοειδείς | τις | χηλοειδείς | τα | χηλοειδή |
κλητική | χηλοειδείς | χηλοειδείς | χηλοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χηλοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chéloïde < αρχαία ελληνική χηλή + -ειδής
Επίθετο
επεξεργασίαχηλοειδής, -ής, -ές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χηλοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χηλοειδής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: χηλή