↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χηλοειδές τα χηλοειδή
      γενική του χηλοειδούς των χηλοειδών
    αιτιατική το χηλοειδές τα χηλοειδή
     κλητική χηλοειδές χηλοειδή
Κατηγορία όπως «αιλουροειδές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χηλοειδές < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική chéloïde < αρχαία ελληνική χηλή + -ειδής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χηλοειδές ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Keloid στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • χηλοειδέςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • χηλοειδές - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)