papa
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
papa | papas |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- papa < (άμεσο δάνειο) γαλλική papa
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
papa (en)
- (οικογένεια, συνήθως παιδική γλώσσα) ο μπαμπάς
- ο παπάς
- το γράμμα P στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Καταλανικά (ca)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Κέτσουα (qu)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
papa (nl)
- (οικογένεια) ο μπαμπάς