Δείτε επίσης: Papa
      ενικός         πληθυντικός  
papa papas

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (en)

  1. (οικογένεια, συνήθως παιδική γλώσσα) ο μπαμπάς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη father
  2. ο παπάς
  3. το γράμμα P στο φωνητικό αλφάβητο του NATO



Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (es) θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (es) αρσενικό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (it) αρσενικό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (ca) αρσενικό



Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (qu)



Ουσιαστικό

επεξεργασία

papa (la) αρσενικό