Δείτε επίσης: Papa

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
papa papas

  Ετυμολογία επεξεργασία

papa < (άμεσο δάνειο) γαλλική papa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pəˈpɑː/ & /ˈpɑː.pə/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (en)

  1. (οικογένεια, συνήθως παιδική γλώσσα) ο μπαμπάς
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη father
  2. ο παπάς
  3. το γράμμα P στο φωνητικό αλφάβητο του NATO

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (fr) αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (es) θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (es) αρσενικό



Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (it) αρσενικό



Καταλανικά (ca) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (ca) αρσενικό



Κέτσουα (qu) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (qu)



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (la) αρσενικό



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

papa (nl)