αλευριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευριά | οι | αλευριές |
γενική | της | αλευριάς | των | αλευριών |
αιτιατική | την | αλευριά | τις | αλευριές |
κλητική | αλευριά | αλευριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλευριά θηλυκό
- (γαστρονομία) συνώνυμο του αλευρέα, χυλός με αλεύρι, νερό και άλλα συστατικά (π.χ. κρέας, πετιμέζι)
- άλλες μορφές: αλευρέα
Συνώνυμα
επεξεργασία- αλευρέα
- αλευροζούμι
- αλευρόνερο
- γρούτα (ποντιακά & κυπριακά )
- κουρκούτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλευριά
|
Πηγές
επεξεργασία- αλευριά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλευριά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας