αλευριά
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευριά | οι | αλευριές |
γενική | της | αλευριάς | των | αλευριών |
αιτιατική | την | αλευριά | τις | αλευριές |
κλητική | αλευριά | αλευριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αλευριά θηλυκό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αλευριά
|