Δείτε επίσης: δίχηλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίχειλος η δίχειλη το δίχειλο
      γενική του δίχειλου της δίχειλης του δίχειλου
    αιτιατική τον δίχειλο τη δίχειλη το δίχειλο
     κλητική δίχειλε δίχειλη δίχειλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίχειλοι οι δίχειλες τα δίχειλα
      γενική των δίχειλων των δίχειλων των δίχειλων
    αιτιατική τους δίχειλους τις δίχειλες τα δίχειλα
     κλητική δίχειλοι δίχειλες δίχειλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίχειλος < δι- + χείλος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bilabié)

  Επίθετο επεξεργασία

δίχειλος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία