Δείτε επίσης: δίχειλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίχηλος η δίχηλη το δίχηλο
      γενική του δίχηλου της δίχηλης του δίχηλου
    αιτιατική τον δίχηλο τη δίχηλη το δίχηλο
     κλητική δίχηλε δίχηλη δίχηλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίχηλοι οι δίχηλες τα δίχηλα
      γενική των δίχηλων των δίχηλων των δίχηλων
    αιτιατική τους δίχηλους τις δίχηλες τα δίχηλα
     κλητική δίχηλοι δίχηλες δίχηλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίχηλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίχηλος < (δίς) δί- + χηλή

  Επίθετο επεξεργασία

δίχηλος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίχηλος τὸ δίχηλον
      γενική τοῦ/τῆς διχήλου τοῦ διχήλου
      δοτική τῷ/τῇ διχήλ τῷ διχήλ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίχηλον τὸ δίχηλον
     κλητική ! δίχηλε δίχηλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίχηλοι τὰ δίχηλ
      γενική τῶν διχήλων τῶν διχήλων
      δοτική τοῖς/ταῖς διχήλοις τοῖς διχήλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διχήλους τὰ δίχηλ
     κλητική ! δίχηλοι δίχηλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διχήλω τὼ διχήλω
      γεν-δοτ τοῖν διχήλοιν τοῖν διχήλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίχηλος < (δίς) δί- + χηλή

  Επίθετο επεξεργασία

δίχηλος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία