θηλαστικό
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θηλαστικό ουδέτερο
- ζώο της τάξης των θηλαστικών (Mammalia)
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
θηλαστικό
- αιτιατική ενικού του θηλαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θηλαστικός