πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλαστικό τα θηλαστικά
      γενική του θηλαστικού των θηλαστικών
    αιτιατική το θηλαστικό τα θηλαστικά
     κλητική θηλαστικό θηλαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θηλαστικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

θηλαστικό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία