θηλαστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
θηλαστικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
θηλαστικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του θηλαστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θηλαστικός