ομοταξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοταξία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική homotaxia[1] < αρχαία ελληνική ὁμοῦ + τάσσω (ομο- + -ταξία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.mo.taˈksi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐τα‐ξί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ομοταξία θηλυκό
- (ταξινομία) ταξινομική βαθμίδα που αποτελείται από συγγενείς μεταξύ τους τάξεις
επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη ταξινομική βαθμίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ ομοταξία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.