Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 
 
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
class classes

class (en)

  1. η τάξη
  2. το μάθημα
    The new teacher knew how to make his class fun for his students.
    Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) κλάση
    δείτε επίσης: Class (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • class στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας class
γ΄ ενικό ενεστώτα classes
αόριστος classed
παθητική μετοχή classed
ενεργητική μετοχή classing

class (en)

  1. κατατάσσω, ταξινομώ