Προφορά

επεξεργασία
 
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
class classes

class (en)

  1. η τάξη, ομάδα μαθητών που διδάσκονται μαζί
    ⮡  Let the class settle down.
    Άσε την τάξη να ηρεμήσει.
    ⮡  The whole class went on a field trip.
    Όλη η τάξη πήγε εκδρομή.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μάθημα, περίσταση που μια ομάδα μαθητών συγκεντρώνεται για να διδαχθεί
    ⮡  Class has started, you cannot go into the classroom.
    Το μάθημα έχει αρχίσει δεν μπορείτε να μπείτε στην τάξη.
    ⮡  When does the next class start?
    Πότε αρχίζει το επόμενο μάθημα;
  3. το μάθημα, σειρά μαθημάτων για ένα συγκεκριμένο θέμα
    ⮡  In geometry class we learn about angles.
    Στο μάθημα της γεωμετρίας μαθαίνουμε για τις γωνίες.
    ⮡  The new teacher knew how to make his class fun for his students.
    Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
  4. η τάξη, η κατηγορία ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια κοινωνική και οικονομική κατάσταση
    ⮡  social classes - κοινωνικές τάξεις
    ⮡  upper/middle/lower class - ανώτερη/μέση/κατώτερη τάξη
  5. (μη μετρήσιμο) ταξικός, σχετικός με τις κοινωνικές τάξεις
    ⮡  class struggle/war - ταξικός αγώνας/πόλεμος
    ⮡  a class-conscious worker - εργάτης με ταξική συνείδηση
  6. η θέση, επίπεδο για ανέσεις που προσφέρεται στους ταξιδιώτες σε ένα αεροπλάνο κτλ.
    ⮡  economy/business/first class - οικονομική/επιχειρηματική/πρώτη θέση
  7. η κλάση, η τάξη, η κατηγορία, ομάδα ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες
    ⮡  This car is one of the best in its class.
    Το αυτοκίνητο αυτό είναι από τα καλύτερα της κλάσης του.
    ⮡  He’s in a different (=higher) class than the other candidates.
    Είναι κλάσεις ανώτερος από τους άλλους υποψηφίους.
    ⮡  Do these plants belong to the same class?
    Ανήκουν αυτά τα φυτά στην ίδια τάξη;
    ⮡  He’s in a class of his own.
    Ανήκει σε ιδιαίτερη κατηγορία.
  8. (μη μετρήσιμο) η κομψότητα
    ⮡  She disguises herself with her class.
    Διακρίνεται για την κομψότητά της.
     συνώνυμα: classiness
  9. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η κλάση
    δείτε επίσης: Class (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας class
γ΄ ενικό ενεστώτα classes
αόριστος classed
παθητική μετοχή classed
ενεργητική μετοχή classing

class (en)