class
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
class | classes |
class (en)
- η τάξη, ομάδα μαθητών που διδάσκονται μαζί
- ↪ Let the class settle down.
- Άσε την τάξη να ηρεμήσει.
- ↪ The whole class went on a field trip.
- Όλη η τάξη πήγε εκδρομή.
- ↪ Let the class settle down.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μάθημα, περίσταση που μια ομάδα μαθητών συγκεντρώνεται για να διδαχθεί
- ↪ Class has started, you cannot go into the classroom.
- Το μάθημα έχει αρχίσει δεν μπορείτε να μπείτε στην τάξη.
- ↪ When does the next class start?
- Πότε αρχίζει το επόμενο μάθημα;
- ↪ Class has started, you cannot go into the classroom.
- το μάθημα, σειρά μαθημάτων για ένα συγκεκριμένο θέμα
- ↪ In geometry class we learn about angles.
- Στο μάθημα της γεωμετρίας μαθαίνουμε για τις γωνίες.
- ↪ The new teacher knew how to make his class fun for his students.
- Ο νέος δάσκαλος ήξερε πώς να κάνει το μάθημά του διασκεδαστικό για τους μαθητές του.
- ↪ In geometry class we learn about angles.
- η τάξη, η κατηγορία ανθρώπων που βρίσκονται στην ίδια κοινωνική και οικονομική κατάσταση
- ↪ social classes - κοινωνικές τάξεις
- ↪ upper/middle/lower class - ανώτερη/μέση/κατώτερη τάξη
- (μη μετρήσιμο) ταξικός, σχετικός με τις κοινωνικές τάξεις
- ↪ class struggle/war - ταξικός αγώνας/πόλεμος
- ↪ a class-conscious worker - εργάτης με ταξική συνείδηση
- η θέση, επίπεδο για ανέσεις που προσφέρεται στους ταξιδιώτες σε ένα αεροπλάνο κτλ.
- ↪ economy/business/first class - οικονομική/επιχειρηματική/πρώτη θέση
- η κλάση, η τάξη, η κατηγορία, ομάδα ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων που έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ή ιδιότητες
- ↪ This car is one of the best in its class.
- Το αυτοκίνητο αυτό είναι από τα καλύτερα της κλάσης του.
- ↪ He’s in a different (=higher) class than the other candidates.
- Είναι κλάσεις ανώτερος από τους άλλους υποψηφίους.
- ↪ Do these plants belong to the same class?
- Ανήκουν αυτά τα φυτά στην ίδια τάξη;
- ↪ He’s in a class of his own.
- Ανήκει σε ιδιαίτερη κατηγορία.
- ↪ This car is one of the best in its class.
- (μη μετρήσιμο) η κομψότητα
- ↪ She disguises herself with her class.
- Διακρίνεται για την κομψότητά της.
- ≈ συνώνυμα: classiness
- ↪ She disguises herself with her class.
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η κλάση
- δείτε επίσης: Class (computer programming) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Σύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαμαθηματικά
πληροφορική - αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | class |
γ΄ ενικό ενεστώτα | classes |
αόριστος | classed |
παθητική μετοχή | classed |
ενεργητική μετοχή | classing |
class (en)