Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
classiness
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
classiness
<
classy
+
-ness
Ουσιαστικό
επεξεργασία
classiness
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
κομψότητα
⮡
She disguises herself with her
classiness
.
Διακρίνεται για την
κομψότητά
της.
≈
συνώνυμα
:
class