ενικός         πληθυντικός  
working class working classes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
working class < → δείτε τις λέξεις working και class

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

working class (en)

  • η εργατική τάξη
    ⮡  The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
    Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.

Δείτε επίσης

επεξεργασία