working class
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
working class | working classes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαworking class (en)
- η εργατική τάξη
- ⮡ The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
- Η καθιέρωση της μηνιαίας άδειας ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων αγώνων της εργατικής τάξης.
- ⮡ The institution of monthly leave was a result of long-term struggles of the working class.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- working class στην αγγλική Βικιπαίδεια