↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταξικός η ταξική το ταξικό
      γενική του ταξικού της ταξικής του ταξικού
    αιτιατική τον ταξικό την ταξική το ταξικό
     κλητική ταξικέ ταξική ταξικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταξικοί οι ταξικές τα ταξικά
      γενική των ταξικών των ταξικών των ταξικών
    αιτιατική τους ταξικούς τις ταξικές τα ταξικά
     κλητική ταξικοί ταξικές ταξικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταξικός < τάξη

  Επίθετο

επεξεργασία

ταξικός -ή -ό

  1. ο σχετικός με τις κοινωνικές τάξεις
  2. που χωρίζεται σε τάξεις και διακρίνεται από την ανισότητα μεταξύ τους
    μια κοινωνία βαθύτατα ταξική
  3. που στηρίζει το συμφέρον της ισχυρότερης κοινωνικής τάξης
    τα συνδικάτα καταγγέλλουν τον νέο νόμο ως ταξικό
  4. που στηρίζει το συμφέρον της δικής του κοινωνικής τάξης
    θέλουμε συνδικάτα ταξικά και όχι εργοδοτικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία