ενικός         πληθυντικός  
classroom classrooms

  Ετυμολογία

επεξεργασία
classroom < class + room

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

classroom (en)

  • η τάξη, η σχολική αίθουσα, η αίθουσα ενός μαθήματος
    ⮡  Class has started, you cannot go into the classroom.
    Το μάθημα έχει αρχίσει δεν μπορείτε να μπείτε στην τάξη.
    ⮡  We have a large world map on our classroom.
    Έχουμε μεγάλο παγκόσμιο χάρτη στην τάξη μας.