θηλαστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαθηλαστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (θηλαστικό) του θηλαστικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαθηλαστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θηλαστικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία θηλαστικά
|