Ετυμολογία

επεξεργασία
κινδύνου βάθρα < → δείτε τις λέξεις κίνδυνος και βάθρον

κινδύνου βάθρα

  • (μεταφορικά) το χείλος του κινδύνου
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Κύκλωψ, στίχ. 352 (351-352)
    κρείσσονας γὰρ Ἰλίου | πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα.
    • πιο πάνω κι απ᾽ τον Τρωικόν | ο μόχθος ο σημερινός, κι ο κίνδυνος καραδοκεί.
      Μετάφραση χ.χ.: Β. Λιαπή, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
    • γιατί σε μεγαλύτερους μόχθους κι απ' τον Τρωικό πόλεμο έχω φθάσει και στο χείλος του κινδύνου.
      Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.