πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάθρο τα βάθρα
      γενική του βάθρου των βάθρων
    αιτιατική το βάθρο τα βάθρα
     κλητική βάθρο βάθρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το βάθρο των νικητών στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Καλλιτεχνικού Πατινάζ 2010 στο Παρίσι.
Ομιλητής σε βάθρο.
Βάθρο προτομής.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάθρο ουδέτερο

  1. βάση στην οποία στηρίζεται κάποιο αντικείμενο για επίδειξη
  2. υπερυψωμένο σημείο σε εξέδρα ή στο δάπεδο στο οποίο ανεβαίνει κάποιος ομιλητής για να μιλήσει στο κοινό
     συνώνυμα: βήμα
  3. (αθλητισμός) βάση με διαφορετικά επίπεδα στα οποία στέκονται οι αθλητές που κέρδισαν μετάλλια για να τους απονεμηθούν.
     συνώνυμα: πόντιουμ
  4. (μεταφορικά) η βάση, το θεμέλιο, το στήριγμα
    για τη Βρετανία, οι ΗΠΑ λειτουργούσαν πάντοτε σαν ένα ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • ανεβαίνω / στέκομαι στο βάθρο: παίρνω μετάλλιο σε αγώνες
    για να δούμε, θα τα καταφέρει αυτή τη φορά να ανέβει στο βάθρο;
  • εκ βάθρων:

Μεταφράσεις

επεξεργασία