Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

  Ουσιαστικό επεξεργασία

podium (fr) αρσενικό

  1. το βήμα, το βάθρο, η εξέδρα
  2. η πασαρέλα