ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

podium (en)

  1. το βήμα, η εξέδρα, μικρό βάθρο στο οποίο στέκεται κάποιος όταν εκφωνεί λόγο ή διευθύνει ορχήστρα κτλ.
    ⮡  The conductor was on the podium.
    Ο μαέστρος ήταν στο βήμα.
    ⮡  They set up a makeshift, wood podium for the instrumentalists.
    Έστησαν μια πρόχειρη ξύλινη εξέδρα για τους οργανοπαίκτες.
  2. το πόντιουμ, για αθλήματα, τρεις πλατφόρμες διαφορετικών επιπέδων στις οποίες στέκονται οι νικητές, συνήθως για να λάβουν βραβεία
    ⮡  The athletes will race each other for a place on the podium.
    Οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ.



      ενικός         πληθυντικός  
podium podiums

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

podium (fr) αρσενικό

  1. το βήμα, το βάθρο, η εξέδρα
  2. η πασαρέλα