κωλοπετσωμένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κωλοπετσωμένος < κωλο- + πετσωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πετσώνω
Μετοχή
κωλοπετσωμένος
- έμπειρος απ' την ζωή και ικανός / έξυπνος που πετυχαίνει τις επιδιώξεις του
Μεταφράσεις
κωλοπετσωμένος
|