↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωλοπετσωμένος η κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
      γενική του κωλοπετσωμένου της κωλοπετσωμένης του κωλοπετσωμένου
    αιτιατική τον κωλοπετσωμένο την κωλοπετσωμένη το κωλοπετσωμένο
     κλητική κωλοπετσωμένε κωλοπετσωμένη κωλοπετσωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωλοπετσωμένοι οι κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
      γενική των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων των κωλοπετσωμένων
    αιτιατική τους κωλοπετσωμένους τις κωλοπετσωμένες τα κωλοπετσωμένα
     κλητική κωλοπετσωμένοι κωλοπετσωμένες κωλοπετσωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

κωλοπετσωμένος < κωλο- + πετσωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος πετσώνω

  Μετοχή

κωλοπετσωμένος

  • έμπειρος απ' την ζωή και ικανός / έξυπνος που πετυχαίνει τις επιδιώξεις του

  Μεταφράσεις