κωλάντερο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωλάντερο < κωλ- + άντερο. Δείτε και το μεσαιωνικό κωλόντερον
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωλάντερο ουδέτερο
- (προφορικό, λαϊκότροπο: ανθρώπινο σώμα) το τελευταίο μέρος του παχέος εντέρου
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλάντερο
|