Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλάντερο τα κωλάντερα
      γενική του κωλάντερου των κωλάντερων
    αιτιατική το κωλάντερο τα κωλάντερα
     κλητική κωλάντερο κωλάντερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλάντερο < κωλ- + άντερο. Δείτε και το μεσαιωνικό κωλόντερον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλάντερο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία