Δείτε επίσης: ἄντερο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άντερο τα άντερα
      γενική του άντερου των άντερων
    αιτιατική το άντερο τα άντερα
     κλητική άντερο άντερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άντερο ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του έντερο
  2. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) τα αντικείμενα που βρίσκονται εσωτερικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • δεν (μου) μένει άντερο (από τα γέλια)
  • λαδώνω τ' άντερό μου (τ' αντεράκι μου)
  • μου γυρίζουν τ' άντερα: αισθάνομαι αηδία ή αναγούλα (κυριολεκτικά ή μεταφορικά)
  • τ' άντερα μου: υπερβολικά
    • βγάζω/ξερνώ τ' άντερα μου: ξερνώ υπερβολικά
    • τρώω (πίνω) τ' άντερά μου: τρώω (ή πίνω) υπερβολικά
  • στριμμένο άντερο
  • πώχει άντερα, ας τα ξη (όποιος έχει το καρπούζι, έχει και το μαχαίρι, όπως τα έκανες, τώρα βρες λύση μόνος σου, μη ζαλίζεις τους άλλους)
  • του χασάπη τα παιδιά, τ' άντερα κάνουν δαχτυλίδια (ενώ άλλοι πεινούν, τα παιδιά του χασάπη έχουν τόσο πολλά έντερα που στο τέλος όταν χορτάσουν φτιάχνουν και δαχτυλίδια -για όσους έχουν πολλά και στο τέλος όχι μόνον δεν τα χαρίζουν σε όποιον τα χρειάζεται, αλλά τα χρησιμοποιούν και με τρόπο ανάρμοστο γιατι δεν ξέρουν τι να τα κάνουν)
  • κιόλα τ' άντερα έχουσι κάτι να ειπούν (επειδή γουργουρίζει το έντερο και διαμαρτύρεται, "μιλάει" -άσε τους άλλους να μιλήσουν, αφου ακόμα και το έντερο έχει κάτι να πει, κάτι χρησιμο θα πει κι ο άνθρωπος ή και με την αντίθετη έννοια, για κάποιον που δεν έχει τίποτα σημαντικό να πει)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • διαφορετικής ετυμολογίας, το αντερί

Μεταφράσεις

επεξεργασία