ἄντερο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄντερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔντερον με τροπή [a] > [e] με συμπροφορά αόριστου άρθρου και ανασυλλαβισμό: ἕνα ἔντερο /ena ˈendero > enˈandero > en(a) ˈandero/[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: άντερο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄντερο ουδέτερο
- άλλη μορφή του ἔντερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- βράζου τ' ἄντερά μου (αναστατώνομαι)
- λύουσι τ' ἄντερά μου (αναστατώνομαι)
- χύνω τ' ἄντερα (σκοτώνω)
- → και δείτε τη λέξη ἔντερο
επεξεργασία
- ἀντέρα (θηλυκό)
- ἀντεροσπασμός (ἐντεροσπασμός)
- ἀντεροσύκωτα (ἐντεροσύκωτα, ουδέτερο, πληθυντικός)
- κοιλάντερα, κοιλιάντερα, κοιλιόντερα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- → και δείτε τη λέξη ἔντερο
επεξεργασία
- ↑ άντερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.