Δείτε επίσης: άντερο

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄντερο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔντερον με τροπή [a] > [e] με συμπροφορά αόριστου άρθρου και ανασυλλαβισμό: ἕνα ἔντερο /ena ˈendero > enˈandero > en(a) ˈandero/[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: άντερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄντερο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία